Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ρίχνω με όπλο

  • 1 выстрел

    выстрел м о πυροβολισμός, - η βολή η τουφεκιά (из винтовки)· η κανονιά (из пушки) выстрелить πυροβολώ, ρίχνω με όπλο
    * * *
    м
    ο πυροβολισμός, η βολή; η τουφεκιά ( из винтовки); η κανονιά ( из пушки)

    Русско-греческий словарь > выстрел

  • 2 выстрелить

    πυροβολώ, ρίχνω με όπλο

    Русско-греческий словарь > выстрелить

  • 3 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 4 стрелять

    ρ.δ.
    1. πυροβολώ, τουφεκίζω, ρίχνω, βάλλω•

    стрелять из винтовки πυροβολώ με το τουφέκι, τουφεκίζω•

    стрелять из пушек κανονιοβολώ•

    он хорошо -ет αυτός ρίχνει καλά.

    2. μ. σκοτώνω, φονεύω (με πυροβόλο όπλο).
    3. μτφ. σκάζω, κροτώ, χτυπώ•

    в печке -ют дрова στη θερμάστρα σκάζουν τα ξύλα•

    мотор -ет το μοτέρ κρότεί (χτυπά).

    4. (απρόσ.) μου περνά οξύς (σουβλερός) πόνος.
    5. (απλ.) προσλιπαρώ•

    стрелять деньги προσλιπαρώ χρήματα.

    εκφρ.
    стрелять глазами – ρίχνω γρήγορες ματιές, κοιτάζωστα πεταχτά.
    1. αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο.
    2. παλ. μονομαχώ με πιστόλι.
    3. πυροβολούμαι, τουφεκίζομαι.
    4. φονεύομαι, σκοτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стрелять

  • 5 ружье

    ружь||е
    с τό ὅπλο, τό τουφέκι, τό ντουφέκι:
    автоматическое \ружье τό αὐτόματο (ὅπλο)· противотанковое \ружье τό ἀντιαρματικό τουφέκι· охотничье \ружье τό κυνηγετικά ὅπλο· выстрел из \ружьея ἡ τουφεκιά· стрельба из \ружьея τό τουφεκίδι· стрелять из \ружьея τουφεκώ, ρίχνω μέ τό τουφέκι· ◊ быть под \ружьеем εἶμαι ὑπό τά ὀπλα· призвать под \ружье καλώ ὑπό τά ὀπλα, ἐπιστρατεύω.

    Русско-новогреческий словарь > ружье

  • 6 разрядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: - -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. καλοντύνω, στολίζω, λουσάρω.
    καλοντύνομαι, λαμπροφοριέμαι, στολίζομαι.
    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: -жен, -жена, -жено κ. разряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. απογεμίζω•

    разрядить руж απογεμίζω το όπλο.

    || αδειάζω, ρίχνω•

    разрядить ружь в мишень αδειάζω το όπλο στο στόχο.

    2. εκφορτίζω, εκκενώνω•

    разрядить аккумулятор εκκενώνω το συσσωρευτή.

    3. μτφ. χαλαρώνω, μειώνω την ένταση• εκτονώνω•

    разрядить на-гфяжнность международной обстановки δημιουργώ ύφεση στη διεθνή κατάσταση.

    4. αραιώνω τα γράμματα στις λέξεις.
    1. απογεμί-μα ι, εκκενώνομαι (για όπλο).
    2. (ηλεκτρ.) εκφορτίζομαι, εκκενώνομαι.
    3. μτφ. εκτονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разрядить

  • 7 shoot

    [ʃu:t] 1. past tense, past participle - shot; verb
    1) ((often with at) to send or fire (bullets, arrows etc) from a gun, bow etc: The enemy were shooting at us; He shot an arrow through the air.) βάλλω,ρίχνω,πυροβολώ
    2) (to hit or kill with a bullet, arrow etc: He went out to shoot pigeons; He was sentenced to be shot at dawn.) χτυπώ (με όπλο),σκοτώνω,κυνηγώ
    3) (to direct swiftly and suddenly: She shot them an angry glance.) ρίχνω
    4) (to move swiftly: He shot out of the room; The pain shot up his leg; The force of the explosion shot him across the room.) εκσφενδονίζω,πετώ,πετάγομαι
    5) (to take (usually moving) photographs (for a film): That film was shot in Spain; We will start shooting next week.) γυρίζω(ταινία)
    6) (to kick or hit at a goal in order to try to score.) σουτάρω
    7) (to kill (game birds etc) for sport.) κυνηγώ
    2. noun
    (a new growth on a plant: The deer were eating the young shoots on the trees.) βλαστάρι
    - shoot down
    - shoot rapids
    - shoot up

    English-Greek dictionary > shoot

  • 8 лук

    α.
    κρεμμύδι•

    зелёный лук κρεμμυδάκια (πράσινα)•

    репчатый лук κρεμμύδι βολβόριζο.

    α.
    τόξο (όπλο)•

    стрелять из -а ρίχνω με το τόξο.

    Большой русско-греческий словарь > лук

  • 9 обстрелять

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обстрелянный.
    1. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    позиции противника βάλλω τις θέσεις του εχθρού•

    обстрелять из орудий κανονιοβολώ•

    обстрелять из пулемтов πολυβολώ, μυδραλιοβολώ•

    обстрелять из ружья τουφεκίζω.

    2. δοκιμάζω•

    обстрелять ружь δοκιμάζω το όπλο (τη βολή αυτού).

    3. (απλ.) ξεπερνώ στη βολή, στο ρίξιμο.
    συνηθίζω στη μάχη, στη βολή, παίρνω το βάπτισμα του πυρός, γίνομαι εμπειροπόλεμος, μπαρουτοκαπνίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обстрелять

См. также в других словарях:

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

  • κανονιοβολώ — ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο, ρίχνω κανονιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κανονι ο βολώ αντί τού αναμενομένου κανον ο βολώ < κανόνι (I) + βολώ (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πετροβολώ, πυρο βολώ. Τελικά επεκράτησε ο τ. κανονιο ως α συνθετικό] …   Dictionary of Greek

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ιάπτω — ἰάπτω (Α) 1. ρίχνω εναντίον, εκσφενδονίζω («τόξοις ἰάπτειν μητέτ εἰς ἡμᾱς βέλη», Αισχύλ.) 2. πλήττω, χτυπώ («πρόσθε πυλᾱν κεφαλὰν ἰάψειν» μπροστά στις πύλες θα χτυπήσει το κεφάλι του, Αισχύλ.) 3. (για όπλο) τραυματίζω, διατρυπώ 4. βλάπτω, ζημιώνω …   Dictionary of Greek

  • πυροβολώ — πυροβόλησα, πυροβολήθηκα, πυροβολημένος, μτβ. και αμτβ. 1. ρίχνω, κατευθύνω βολή εναντίον κάποιου. 2. ρίχνω με πυροβόλο όπλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευθύσκοπος — η, ο και ευθυσκόπος, ο (Α εὐθυσκόπος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει κατευθείαν 2. αυτός που βάλλει, που χτυπάει εύστοχα («ευθύσκοπο όπλο») αρχ. αυτός που βλέπει κατευθείαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + σκόπος < σκόπος < σκέπτομαι «ρίχνω το… …   Dictionary of Greek

  • ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • άρμα — I (λ. λατιν.), συνήθως στον πληθ. άρματα, τα όπλο, όπλα: Πέθαναν με τ άρματα στο χέρι. Φρ. «βάζω κάτω (ή ρίχνω) τ άρματα», αναγνωρίζω πως νικήθηκα (κυριολ. και μτφ.). II ατος 1. αρχαίο πολεμικό όχημα δίτροχο, ελαφρύ, που το έσερναν δύο ή τέσσερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»